- περούκα
- η(λ. ιταλ.), τεχνητά, πρόσθετα μαλλιά της κεφαλής.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
περούκα — Πρόσθετη κόμη, που αποτελείται από δύο στοιχεία: τη βάση, δηλαδή το δίχτυ πάνω στο οποίο εφαρμόζονται τα μαλλιά, και τα ίδια τα μαλλιά. Η συνήθεια να προστίθενται μαλλιά στη φυσική κόμη συναντάται ήδη στους πιο αρχαίους χρόνους, αλλά δεν είναι… … Dictionary of Greek
κόμμωση — Καλλωπιστικό χτένισμα του κεφαλιού. Η ποικιλία των κ. οφείλεται –εκτός από τη διαφορά των φύλων– σε πολλούς παράγοντες, σημαντικότερος από τους οποίους είναι ο πολιτιστικός. Ιστορία. Ακριβείς μαρτυρίες για τις παλαιότερες εποχές μάς προσφέρουν τα … Dictionary of Greek
έντριχος — ἔντριχος, ον (AM) ο γεμάτος τρίχες, δασύτριχος, μαλλιαρός μσν. αυτός που έχει πάνω τις τρίχες του («ἔντριχον δέρμα», Τζέτζ.) αρχ. 1. (κατά τον Ησύχ.) «ἔντριχον, ἀσθενές» 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἔντριχον περούκα, φενάκη, προσθετή κόμη … Dictionary of Greek
περίθετος — ον, θηλ. και περιθέτη, και περιθετός, ή, όν, Α [περιτίθημι] 1. αυτός που έχει τοποθετηθεί ή που μπορεί να τοποθετηθεί γύρω από κάτι 2. φρ. α) «περίθετον πρόσωπον» προσωπείο, μάσκα β) «περιθεταὶ τρίχες» και «περίθετος κόμη» η περούκα … Dictionary of Greek
περρούκα — η, Ν βλ. περούκα … Dictionary of Greek
πηνήκη — και δ. γρφ. πηνίκη, ἡ, Α φενάκη, περούκα, τεχνητή κόμη («τὴν πηνήκην ἀφείλετο τῆς κεφαλῆς», Λουκιαν.). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πρέπει να έχει σχηματιστεί από τη λ. πήνη*, κατά το φενάκη «τεχνητή κόμη»] … Dictionary of Greek
πλαστοκόμης — ὁ, Α αυτός που φορά ψεύτικα μαλλιά, που φορά περούκα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλαστός + κόμης (< κόμη), πρβλ. μελανο κόμης, χρυσο κόμης] … Dictionary of Greek
προκόμιον — τὸ, Α 1. η τούφα από τη χαίτη τού αλόγου που πέφτει στο μέτωπο 2. (σχετικά με πρόσ.) το τσουλούφι, η φούντα 3. ψεύτικα μαλλιά που συνήθιζαν να φορούν οι Περσίδες και οι Ελληνίδες γυναίκες στο μέτωπο, φενάκη, περούκα. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + κόμιον … Dictionary of Greek
φενάκη — η, ΝΜΑ πρόσθετη τεχνητή κόμη, περούκα νεοελλ. μτφ. ψεύδος, απάτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < φέναξ, ακος (πρβλ. και το συνώνυμο πηνήκη*)] … Dictionary of Greek
φενακίζω — ΝΜΑ, και φαινακίζω Μ [φέναξ, ακος] εξαπατώ, παραπλανώ μσν. φορώ φενάκη, φορώ περούκα, εμφανιζόμενος έτσι με διαφορετική μορφή αρχ. (αμτβ.) συμπεριφέρομαι ως φενακιστής, ως απατεώνας … Dictionary of Greek